ἄρτι

ἄρτι
ἄρτι [pron. full] [ῐ], Adv.
A just, exactly, of coincidence of Time, just now (not in Hom.):
1 mostly of the present, with [tense] pres. tense, Thgn.998, Pi.P.4.158, A.Th.534; opp. πάλαι, with [tense] pf.,

τέθνηκεν ἄ. S.Ant.1283

;

βεβᾶσιν ἄ. Id.El.1386

; ἄ. ἥκεις ἢ πάλαι; Pl.Cri.43a; more fully

ἄ. νυνί Ar.Lys.1008

; ἄ. . . νῦν or

νῦν . . ἄ., Pl.Plt.291a

, 291b; later, = νῦν, Theoc.23.26, Ep.Gal.1.9, J.AJ1.6.1; ἄ. καὶ πρώην to-day and yesterday, i. e. very lately, Plu.Brut.I, etc.; ἕως ἄ. till now, Ev.Matt.11.12, POxy.936.23 (iii A. D.): with Subst.,

ὁ ἄ. λόγος Pl.Tht.153e

; ἡλικίαν

. . τὴν ἄ. ἐκ παίδων X.HG5.4.25

;

ἡ ἄ. ὥρα 1 Ep.Cor.4.11

, PMag.Lond.1.121.373; ἄ. μὲν . . ἄ. δὲ . . now . . now . . , at one time . . at another . . , Luc.Nigr.4.
2 of the past, just now, with [tense] impf., ἄ. βλάστεσκε dub.in S.Fr.546, cf.E.Ba.677, Pl.Grg.454b: with [tense] aor.,

λέξας ἄ. S.Aj.1272

;

καθῃμάτωσεν ἄ. E.Ph.1160

; opp. νῦν, ὃ ἄ. ἐρρήθη . . νῦν δὲ . . Pl.Alc.1.130d, cf. 127c; ἐν τῷ ἄ., opp. ἐν τῷ νῦν καὶ ἐν τῷ ἔπειτα, Id.Men.89c.
3 in Antiph.26.7 (s.v.l.) and later also of the future, just now, presently, Luc.Sol.1, App.Mith.69, Astramps.Orac. 94.2; condemned by Phryn.12; also, just at present,

πλεύσεις, ἄ. δὲ οὔ Astramps.Orac.92.7

: with imper., Nonn.D.20.277, etc. (Perh. cogn. with Skt. ṛtám 'ordinance', ṛtás 'correct'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄρτι — just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… …   Dictionary of Greek

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • κἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτ' — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) ἄρτε , ἄρτος cake masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- —     ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi     English meaning: to move, pass     Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen”     Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …   Dictionary of Greek

  • απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως …   Dictionary of Greek

  • αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… …   Dictionary of Greek

  • αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”